ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Wald
Ελληνικά : Δασικός, Δάσος, Εξοχικός
Αγγλικά : Country, Forest, Woodland
Γαλλικά : Campagnard (adj), Forestier (adj), Forêt, Sylvestre
Επιστροφή