ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Wähler
Ελληνικά : Εκλογέας, Ψηφοφόρος
Αγγλικά : Constituent, Elector, Voter
Γαλλικά : Électeur (dans une circonscription), Électeur/trice
Επιστροφή