ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Vorteil
Ελληνικά : Πλεονέκτημα
Αγγλικά : Advantage, Asset, Srength
Γαλλικά : Atout, Avantage
Επιστροφή