ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Vorsehen
Ελληνικά : Προβλέπει (νόμος), Προβλέπω
Αγγλικά : Foresee (to), Make provisions for (to)
Γαλλικά : Prévoir, Prévoir (loi)
Επιστροφή