ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Vorläufig
Ελληνικά : Πρόσκαιρος
Αγγλικά :
Γαλλικά : Fugitif (adj) (n)
Επιστροφή