ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Favour (to do somebody a)
Ελληνικά : Κάνω μια χάρη σε κάποιον, Τον εξυπηρετώ
Γαλλικά : Rendre service à quelqu'un
Γερμανικά : Dienen, Einen Gefallen tun, um jemanden
Επιστροφή