ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Remplir
Ελληνικά : Γεμίζω, Συμπληρώνω
Αγγλικά : Fill up (to)
Γερμανικά : Ergänzen, Füllen
Επιστροφή