ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Fill up (to)
Ελληνικά : Γεμίζω, Συμπληρώνω
Γαλλικά : Remplir
Γερμανικά : Ergänzen, Füllen
Επιστροφή