ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Vorausgehen
Ελληνικά : Προηγούμαι
Αγγλικά : Precede (to)
Γαλλικά : Précéder
Επιστροφή