ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Rembourser
Ελληνικά : Αποζημιώνω, Εξοφλώ
Αγγλικά : Pay back (to), Refund (to)
Γερμανικά : Begliechen, Entschädigen, Liquidieren
Επιστροφή