ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Verwitwet / a
Ελληνικά : Χήρος/α
Αγγλικά : Widowed
Γαλλικά : Veuf(ve) (adj+n)
Επιστροφή