|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Reject (to)
- Ελληνικά : Αποβάλλω, Απορρίπτω, Απορρίπτω ένα αίτημα, Επιρρίπτω
- Γαλλικά : Rejeter, Repousser une demande (etc)
- Γερμανικά : Ablehnen, Ablehnen einer Anfrage, Schuppen, Zuzuschreiben
Επιστροφή