ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Réinsérer (se)
Ελληνικά : Επανεντάσσομαι
Αγγλικά : Reintegrated (to be)
Γερμανικά : Reintegriert
Επιστροφή