ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Reimprison (to)
Ελληνικά : Φυλακίζω εκ νέου
Γαλλικά : Réincarcérer
Γερμανικά : Jail wieder
Επιστροφή