ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Raising
Ελληνικά : Ανύψωση (τοίχου)
Γαλλικά : Rehaussement (d'un mur)
Γερμανικά : Erhoehung (Wand)
Επιστροφή