|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Renovate (to) (a building)
- Ελληνικά : Ανακαινίζω (κτίριο), Αναστυλώνω (κτίριο), Αποκαθιστώ (κτίριο)
- Γαλλικά : Réhabiliter (bâtiment)
- Γερμανικά : Renovieren, Wieder aufbauen, Wiederherstellen
Επιστροφή