ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Régulariser
Ελληνικά : Κανονίζω, Νομιμοποιώ, Ρυθμίζω
Αγγλικά : Regularize (to)
Γερμανικά : Arrangieren, Legalisieren, Regeln
Επιστροφή