ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Ανύπαντρος
Αγγλικά : Single, Unmarried
Γαλλικά : Célibataire (adj)
Γερμανικά : Unverheiratet
Επιστροφή