ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Unmarried
Ελληνικά : Ανύπαντρος, Εργένης
Γαλλικά : Célibataire (adj)
Γερμανικά : Unverheiratet
Επιστροφή