|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Verteilen
- Ελληνικά : Διανέμω, Επιμερίζω (πιστώσεις, κλπ.), Κατανέμω
- Αγγλικά : Allocate (to), Allot (to), Distribute (to), Divide (to), Share (to), Ventilate (to)
- Γαλλικά : Distribuer (produits), Partager, Répartir, Ventiler, Ventiler (crédits etc)
Επιστροφή