|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Settle (to)
- Ελληνικά : Διευθετώ, Εγκαθίσταμαι, Εγκαθιστώ μόνιμα, Κανονίζω, Ρυθμίζω, Τακτοποιώ
- Γαλλικά : Régler, Sédentariser
- Γερμανικά : Beilegen, Installieren legitime, Niederlassen, Ordnen, Regeln
Επιστροφή