|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Versprechen
- Ελληνικά : Δεσμεύομαι, Υπόσχεση, Υπόσχομαι, Υπόσχομαι να
- Αγγλικά : Commit oneself (to), Promise, Promise (to), Vow (to)
- Γαλλικά : Engager (s'), Faire le vœu de, Promesse, Promettre
Επιστροφή