ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Reforming
Ελληνικά : Ανανεωτικός, ή, ό, Μεταρρυθμιστικός
Γαλλικά : Réformateur(-trice) (adj), Rénovateur(-rice) (adj+n)
Γερμανικά : Erneuerungs-, Reformerisch
Επιστροφή