ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Récidiver
Ελληνικά : Υποτροπιάζω
Αγγλικά : Repeat offence (to)
Γερμανικά : Erneut auftreten
Επιστροφή