ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
verfügen
Ελληνικά : Διαθέτω
Αγγλικά : Have at one's disposal, Sell (to)
Γαλλικά : Disposer de, Écouler (un stock)
Επιστροφή