ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Réarmer
Ελληνικά : Επανεξοπλίζω
Αγγλικά : Rearm (to)
Γερμανικά : Wieder bewaffnen
Επιστροφή