|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Verbot
- Ελληνικά : Απαγόρευση, Ποτοαπαγόρευση
- Αγγλικά : Ban on, Banning of, Outlawing, Prohibition, Prohibitionism
- Γαλλικά : Interdiction (de), Prohibition, Prohibitionnisme (États-Unis), Proscription
Επιστροφή