ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
vegetieren
Ελληνικά : Φυτοζωώ
Αγγλικά : Vegetate (to)
Γαλλικά : Végéter
Επιστροφή