ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Ratifier
Ελληνικά : Επιβεβαιώνω, Επικυρώνω
Αγγλικά : Ratify (to)
Γερμανικά : Bestätigen
Επιστροφή