ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Επαναπατριζόμενος
Αγγλικά : Repatriate
Γαλλικά : Rapatrié(e) (adj.+n)
Γερμανικά : Rückkehrer
Επιστροφή