ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Purify (to)
Ελληνικά : Καθαρίζω, Φιλτράρω
Γαλλικά : Purifier
Γερμανικά : Filtern, Sauber machen
Επιστροφή