ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Pur(e)
Ελληνικά : Αγνός, Ανόθευτος, Καθαρός
Αγγλικά : Clean, Pure
Γερμανικά : Aus reiner Gleichgueltigkeit, Klar, Netz, Rein
Επιστροφή