ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Clean
Ελληνικά : Αγνός, Ανόθευτος, Καθαρός
Γαλλικά : Propre (adj.), Pur(e)
Γερμανικά : Klar, Rein
Επιστροφή