ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Capital (n. m)
Ελληνικά : Χρηματικό κεφάλαιο
Αγγλικά : Capital money
Γερμανικά : Geldkapital
Επιστροφή