ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Public
Ελληνικά : Δημόσιος
Γαλλικά : Public(que) (adj)
Γερμανικά : Öffentlichkeit
Επιστροφή