ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Κεφαλαιώδης
Αγγλικά : Capital, Main, Major
Γαλλικά : Capital (adj)
Γερμανικά : Kardinal
Επιστροφή