ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Capital (adj)
Ελληνικά : Κεφαλαιώδης, Μείζων
Αγγλικά : Capital, Main, Major
Γερμανικά : Haupt-, Kardinal
Επιστροφή