ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Provisoirement
Ελληνικά : Προσωρινά
Αγγλικά : Temporarily
Γερμανικά : Auf Zeit
Επιστροφή