ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Prouver
Ελληνικά : Αποδεικνύω
Αγγλικά : Prove (to)
Γερμανικά : Beweisen
Επιστροφή