ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Proscrit(e) (adj)
Ελληνικά : Απαγορευμένος
Αγγλικά : Outlawed
Γερμανικά : Verboten
Επιστροφή