ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Σπιτονοικοκύρης (καθομιλ.)
Αγγλικά : Landlord
Γαλλικά : Propriétaire, proprio (argot)
Γερμανικά : Vermieter
Επιστροφή