ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Promulguer
Ελληνικά : Δημοσιεύω (διάταγμα, νόμο), Εκδίδω (διάταγμα, νόμο)
Αγγλικά : Promulgate (to)
Γερμανικά : Erteilen, Veröffentlichen
Επιστροφή