|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Bankrottgehen
- Ελληνικά : Κηρύσσω πτώχευση, Πτωχεύω, Χρεοκοπώ, Χρεωκοπώ
- Αγγλικά : Fail (to), Go bankrupt (to), Go bust (to)
- Γαλλικά : Échouer, Faire banqueroute, Faire faillite, Faire la culbute (entreprise)
Επιστροφή