ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Walker
Ελληνικά : Περιπατητής
Γαλλικά : Promeneur(euse)
Γερμανικά : Spaziergaenger
Επιστροφή