ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Proliferate (to)
Ελληνικά : Πληθαίνω, Πολλαπλασιάζομαι
Γαλλικά : Proliférer
Γερμανικά : sich vermehren, vermehren
Επιστροφή