ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Profiter
Ελληνικά : Επωφελούμαι
Αγγλικά : Profit (by) (to)
Γερμανικά : Von etwas profitieren
Επιστροφή