|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Treffen
- Ελληνικά : Επαγγελματική συνάντηση, Πλήττω, Συνάντηση, Συνάντηση εργασίας, Συναντώ, Συνεδρία, Συνέλευση
- Αγγλικά : Business meeting, Convention, Harm (to do somebody ), Join (up) (to), Meet (to), Meeting, Session, Work session, Μeet (up) (to)
- Γαλλικά : Convention (la) (assemblée), Porter préjudice à, Rejoindre, Rencontre, Rencontrer, Rendez-vous d'affaires, Séance, Séance de travail
Επιστροφή