ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Procurer
Ελληνικά : Δίνω, Παρέχω
Αγγλικά : Procure (to)
Γερμανικά : Geben, Gewaehren
Επιστροφή