ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Συμπατριώτης
Αγγλικά : Countryman, Fellow countryman
Γαλλικά : Campagnard (n), Compatriote
Γερμανικά : Landbewohner, Mitbewohner
Επιστροφή