ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Countryman
Ελληνικά : Συμπατριώτης, Χωριάτης
Γαλλικά : Campagnard (n)
Γερμανικά : Landbewohner, Mitbewohner
Επιστροφή